- μελλησμός
- μελλησμός, ὁ (Α) [μέλλω]1. αναβολή, καθυστέρηση, χρονοτριβή2. (για ασθένεια) απειλή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελλησμός — procrastination masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλησμοί — μελλησμός procrastination masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλησμοῦ — μελλησμός procrastination masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλησμούς — μελλησμός procrastination masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλησμῶν — μελλησμός procrastination masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλησμῷ — μελλησμός procrastination masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλησμόν — μελλησμός procrastination masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλλησμα — μέλλησμα, τὸ (Μ) [μέλλω] μελλησμός* … Dictionary of Greek
μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… … Dictionary of Greek
μεταμελλησμός — μεταμελλησμός, ὁ (Α) γλωσσ. μέλλησις, όκνος, βραδύτητα, δισταγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μελλησμός «καθυστέρηση» (< μέλλω «διστάζω, οκνώ»)] … Dictionary of Greek